συνεπάπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπάπτομαι:''' Ιων. αντί <i>συν-[[εφάπτομαι]]</i>.
|lsmtext='''συνεπάπτομαι:''' Ιων. αντί <i>συν-[[εφάπτομαι]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπάπτομαι:''' ион. = [[συνεφάπτομαι]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπάπτομαι Medium diacritics: συνεπάπτομαι Low diacritics: συνεπάπτομαι Capitals: ΣΥΝΕΠΑΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: synepáptomai Transliteration B: synepaptomai Transliteration C: synepaptomai Beta Code: sunepa/ptomai

English (LSJ)

Ion. for συνεφάπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.

Greek Monotonic

συνεπάπτομαι: Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

συνεπάπτομαι: ион. = συνεφάπτομαι.