σκυτώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σκῡτος]]<br />όμοιος με [[δέρμα]] («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ῶδες, Α [[σκῡτος]]<br />όμοιος με [[δέρμα]] («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκῡτώδης:''' покрытый как бы кожей (Arst. - v. l. [[κητώδης]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like leather, Arist.HA622a21.
German (Pape)
[Seite 909] ες, lederartig, Arist. H. A. 9, 37.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σκῡτος
όμοιος με δέρμα («oἱ δὲ ἄρρενες σκυτώδεις τε γιγνονται καὶ γλίσχροι», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
σκῡτώδης: покрытый как бы кожей (Arst. - v. l. κητώδης).