ὠχρότης: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠχρότης:''' -ητος, ἡ, [[ωχρότητα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὠχρότης:''' -ητος, ἡ, [[ωχρότητα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠχρότης:''' ητος ἡ изжелта-бледный цвет, восковая бледность Plat., Arst., Plut., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A pallor, Pl.R.474e; χρόας Luc.Icar.5; opp. μελανία, Arist.Cat.9b22: pl., Plu.2.84e; opp. ἐρυθήματα, Arist.MA 701b31.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχρότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ ὠχροῦ, «κιτρινάδα», Πλάτ. Πολ. 474Ε· χρόας Λουκ. Ἱκαρομέν. 5· ἀντίθετ. τῷ μελανία, Ἀριστ. Κατηγ. 8, 14· ἐν τῷ πληθ., ἀντίθετ. τῷ ἐρυθήματα, ὁ αὐτ. π. Ζ. Κινήσεως 7, 12.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
pâleur.
Étymologie: ὠχρός.
Greek Monotonic
ὠχρότης: -ητος, ἡ, ωχρότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὠχρότης: ητος ἡ изжелта-бледный цвет, восковая бледность Plat., Arst., Plut., Luc.