δημακίδιον: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δημᾱκίδιον:''' [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του [[δῆμος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δημᾱκίδιον:''' [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του [[δῆμος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δημᾱκίδιον:''' τό Arph. ласк. к [[δῆμος]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημᾱκίδιον Medium diacritics: δημακίδιον Low diacritics: δημακίδιον Capitals: ΔΗΜΑΚΙΔΙΟΝ
Transliteration A: dēmakídion Transliteration B: dēmakidion Transliteration C: dimakidion Beta Code: dhmaki/dion

English (LSJ)

[κῐ], τό, Com. Dim. of Δήμαξ, 'magnificative' of δῆμος, Ar.Eq.823; cf. δημίδιον.

German (Pape)

[Seite 561] τό, kom. dim. zu δῆμος, Ar. Equ. 820.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾱκίδιον: [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ δῆμος (πρβλ. δημίδιον), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.

Greek Monolingual

δημακίδιον, το (Α)
(κωμικ. υποκοριστικό του δήμος) λαουτζίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ
πιθ. από αμάρτ. δήμαξ < δήμος].

Greek Monotonic

δημᾱκίδιον: [κῐ], τό, Κωμ. υποκορ. του δῆμος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δημᾱκίδιον: τό Arph. ласк. к δῆμος.