σκάπτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ. | |lsmtext='''σκάπτειρα:''' ἡ, θηλ. του [[σκαπτήρ]], αυτή που σκάβει, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκάπτειρα:''' adj. f вскапывающая ([[δίκελλα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A σκαπτήρ, σ. δίκελλα AP6.21.
German (Pape)
[Seite 889] ἡ, tem. von σκαπτήρ, die Grabende, δίκελλα, En. ad. 176 (VI, 21).
Greek (Liddell-Scott)
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σκαπτήρ, σ. δίκελλα Ἀνθ. Π. 6. 21.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκαπτήρ.
Greek Monotonic
σκάπτειρα: ἡ, θηλ. του σκαπτήρ, αυτή που σκάβει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σκάπτειρα: adj. f вскапывающая (δίκελλα Anth.).