ἐμπολητός: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπολητός:''' купленный или проданный Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.
Greek Monolingual
ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.
Greek Monotonic
ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπολητός: купленный или проданный Soph.