ψωρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(47c)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ.ως ουσ.) <i>τὸ ψωρικόν</i><br />αντιψωρικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ψωρικά</i><br />δερματικές ασθένειες.
|mltxt=-ή, -ό / [[ψωρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψώρα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ.ως ουσ.) <i>τὸ ψωρικόν</i><br />αντιψωρικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ψωρικά</i><br />δερματικές ασθένειες.
}}
{{elru
|elrutext='''ψωρικός:''' мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:26, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρικός Medium diacritics: ψωρικός Low diacritics: ψωρικός Capitals: ΨΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: psōrikós Transliteration B: psōrikos Transliteration C: psorikos Beta Code: ywriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or belonging to the itch, scab, or mange, ἐξανθήματα Plu.2.671a.    II ψωρικόν, τό (sc. φάρμακον, σμῆγμα), itch-salve, Dsc.5.99, Orib.14.24.5.    2 ψωρικά, τά (sc. νοσήματα), cutaneous complaints, Plu.2.732a.

German (Pape)

[Seite 1406] von der Krätze, Räude, zu derselben gehörig, Plut.; φάρμακον, Mittel gegen die Krätze, auch τὸ ψωρικόν allein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ψωρικός: -ή, -όν, (ψώρα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. ἐξάνθημα Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ φάρμακονσμῆγμα) φάρμακον διὰ τὴν ψώραν, ὅπερ συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας μετὰ ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la gale ou les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.
Étymologie: ψώρα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψώρα
αρχ.
1. (το ουδ.ως ουσ.) τὸ ψωρικόν
αντιψωρικό φάρμακο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ψωρικά
δερματικές ασθένειες.

Russian (Dvoretsky)

ψωρικός: мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).