κριθοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(21) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κριθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που παράγει [[κριθάρι]] («[[κριθοφόρος]] ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλο</i>-[[φόρος]], <i>οπωρο</i>-[[φόρος]]. | |mltxt=ο (Α [[κριθοφόρος]], -ον)<br />αυτός που παράγει [[κριθάρι]] («[[κριθοφόρος]] ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλο</i>-[[φόρος]], <i>οπωρο</i>-[[φόρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρῑθοφόρος:''' приносящий ячмень ([[χώρα]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bearing barley, Thphr.HP8.8.2, Str.8.6.16.
German (Pape)
[Seite 1509] Gerste tragend; κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit de l’orge.
Étymologie: κριθή, φέρω.
Greek Monolingual
ο (Α κριθοφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κριθάρι («κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλο-φόρος, οπωρο-φόρος.
Russian (Dvoretsky)
κρῑθοφόρος: приносящий ячмень (χώρα Plut.).