βαρύγυιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που προκαλεί [[βάρος]] στα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]], [[εξοντωτικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρύγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που προκαλεί [[βάρος]] στα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]], [[εξοντωτικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύγυιος:''' сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγυιος Medium diacritics: βαρύγυιος Low diacritics: βαρύγυιος Capitals: ΒΑΡΥΓΥΙΟΣ
Transliteration A: barýgyios Transliteration B: baryguios Transliteration C: varygyios Beta Code: baru/guios

English (LSJ)

ον,

   A weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).

German (Pape)

[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.

Spanish (DGE)

(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.

Greek Monolingual

βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].

Greek Monotonic

βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύγυιος: сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный (νοῦσος Anth.).