Ἰάς: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''Ἰάς:''' -[[άδος]], ἡ, επίθ. θηλ. του [[Ἰάων]], [[Ἴων]]·<br /><b class="num">I.</b> Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. (ενν. [[γυνή]]), [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γλῶσσα]]), η Ιωνική [[διάλεκτος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἰάς:''' Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая ([[στρατιή]], [[ἐσθής]] Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).<br />Ἰάδος ἡ<br /><b class="num">1)</b> (sc. [[γυνή]]) иониянка Her.;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[διάλεκτος]]) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, Adj. fem. Ionic, στρατιή, ἐσθής, Hdt.5.33,87; [γυνή] Id.1.92;
A τῇ Ἰάδι συγγενεία Th.4.61; διάλεκτος A.D.Adv.189.5, Str. 8.1.2; γλῶττα ibid.: as Subst., Luc.Hist.Conscr.16. 2 the Ionian flower,= ἴον, Nic.Fr.74.2. [ῐ, but ῑ in arsi, App.Anth.2.21.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἰάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., Ἰωνική, στρατιή, ἐσθὴς Ἡρόδ. 5. 33, 87· τῇ Ἰάδι συγγενείᾳ Θουκ. 4. 61. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακουομ. τοῦ γυνή), γυνὴ ἐξ Ἰωνίας, Ἡρόδ. 1. 92. κτλ. 2) (ἐξυπακ. τοῦ γλῶσσα), ἡ Ἰωνικὴ διάλεκτος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. 3) Ἰωνικὸν ἄνθος, = ἴον, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2. ῐ, ἄλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Ἐπιγρ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Θούριοι.
French (Bailly abrégé)
Ἰάδος
1 adj. f. Ionienne;
2 ἡ Ἰάς (διάλεκτος) dialecte ionien.
Étymologie: cf. Ἰάων.
Greek Monotonic
Ἰάς: -άδος, ἡ, επίθ. θηλ. του Ἰάων, Ἴων·
I. Ιωνική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γυνή), γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία, σε Ηρόδ.
2. (ενν. γλῶσσα), η Ιωνική διάλεκτος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰάς: Ἰάδος (ᾰ) adj. f ионическая (στρατιή, ἐσθής Her.): τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ Thuc. ввиду ионического родства (халкидян с афинянами).
Ἰάδος ἡ
1) (sc. γυνή) иониянка Her.;
2) (sc. διάλεκτος) ионический диалект (ἐντῇ Ἰάδι γράφειν Luc.).