τιθαιβώσσω: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῐθαιβώσσω:''' λέγεται για τις μέλισσες, [[αποθηκεύω]] το [[μέλι]], σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το [[τιθήνη]];) | |lsmtext='''τῐθαιβώσσω:''' λέγεται για τις μέλισσες, [[αποθηκεύω]] το [[μέλι]], σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το [[τιθήνη]];) | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῐθαιβώσσω:''' (о пчелах) роиться, размножаться или гнездиться, по по друг. - приготовлять мед Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
of bees,
A store up honey, Od.13.106. 2 generally, store up, put away, ἔνδοθι γωρυτοῖο τιθαιβώσσουσα κάλυψε Antim. in PMilan.17.37 (glossed τιθεῖσα καὶ ἀποθησαυρίζουσα ibid.). II supply with food, foster, cherish, τέκνα τ. Nic.Th.199: metaph., γύας τ. ἀρδηθμῷ Lyc.622.
German (Pape)
[Seite 1109] 1) bauen u. nisten; ἔνθα δ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι, Od. 13, 106, Honig bauen; von Hühnern, Nic. Th. 109. – 2), nähren, fruchtbar machen, Lycophr. 622. – Die Alten leiten es fälschlich von τιθέναι βόσιν ab, es hängt wohl mit τίτθη, τιθήνη u. ä. zusanmen.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθαιβώσσω: ἐπὶ μελισσῶν, ἀποτίθεμαι τὴν βόσιν, τουτέστιν, ἀποθησαυρίζω τὴν τροφὴν δηλ. τὸ μέλι, Ὀδ. Ν. 106. ΙΙ. παρέχω τροφήν, τρέφω, περιθάλπω, τέκνα τ. Νικ. Θηρ. 199 καὶ μεταφ., γύας θ. ἀρδηθμῷ Λυκόφρ. 622. (Συγγενὲς ταῖς λέξεσι τιθάς, τίτθη, τιθήνη, τιθασός, κλπ.)
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
construire des rayons en parl. d’abeilles.
Étymologie: pê de la R. Θαβ, travailler = lat. Fab de faber, avec redoubl.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.)
1. βάζω στην άκρη, αποθησαυρίζω
2. (για μέλισσες) αποταμιεύω το μέλι
3. παρέχω τροφή, τρέφω
4. μτφ. καθιστώ κάτι καρποφόρο («γύας τιβαιβώσσουσι ἀρδηθμῷ», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχημ. σε -ώσσω (πρβλ. ὑγρώσσω) με ενεστ. διπλασιασμό, άγνωστης ετυμολ. Το ρ. μαρτυρείται στον Όμηρο και στην αλεξανδρινή ποίηση].
Greek Monotonic
τῐθαιβώσσω: λέγεται για τις μέλισσες, αποθηκεύω το μέλι, σε Ομήρ. Οδ. (συγγενές προς το τιθήνη;)
Russian (Dvoretsky)
τῐθαιβώσσω: (о пчелах) роиться, размножаться или гнездиться, по по друг. - приготовлять мед Hom.