ἀρρενοκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(6)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρενοκοίτης]], ο (Α)<br />ο [[αρσενοκοίτης]].
|mltxt=[[ἀρρενοκοίτης]], ο (Α)<br />ο [[αρσενοκοίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρενοκοίτης:''' и NT [[ἀρσενοκοίτης]] 2 masculorum [[concubitor]] Anth.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοκοίτης Medium diacritics: ἀρρενοκοίτης Low diacritics: αρρενοκοίτης Capitals: ΑΡΡΕΝΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: arrenokoítēs Transliteration B: arrenokoitēs Transliteration C: arrenokoitis Beta Code: a)rrenokoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sodomite, AP9.686; (ἀρσ-) 1 Ep.Cor.6.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· ὡσαύτως ἀρσενοκοίτης Διογ. Λ. 6. 65 (ἔνθα ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ ῥῆμα -κοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. -κοιτία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀρρενοκοίτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοκοίτης: и NT ἀρσενοκοίτης 2 masculorum concubitor Anth.