φιλοπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπτόλεμος:''' φῐλό-πτολις, ποιητ. αντί [[φιλο-]][[πόλεμος]], <i>φιλό-πολις</i>.
|lsmtext='''φῐλοπτόλεμος:''' φῐλό-πτολις, ποιητ. αντί [[φιλο-]][[πόλεμος]], <i>φιλό-πολις</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπτόλεμος:''' Hom., Theocr. = [[φιλοπόλεμος]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπτόλεμος Medium diacritics: φιλοπτόλεμος Low diacritics: φιλοπτόλεμος Capitals: ΦΙΛΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: philoptólemos Transliteration B: philoptolemos Transliteration C: filoptolemos Beta Code: filopto/lemos

English (LSJ)

φῐλόπτολις, poet. for φιλοπόλεμος, φιλόπολις.

German (Pape)

[Seite 1284] poet. statt φιλοπόλεμος, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπτόλεμος: φῐλόπτολις, ποιητ. ἀντὶ φιλοπόλεμος, φιλόπολις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. φιλοπόλεμος.

English (Autenrieth)

fond of war, warloving. (Il.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλοπόλεμος.

Greek Monotonic

φῐλοπτόλεμος: φῐλό-πτολις, ποιητ. αντί φιλο-πόλεμος, φιλό-πολις.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπτόλεμος: Hom., Theocr. = φιλοπόλεμος.