ναίχι: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναίχῐ:''' επίρρ. αντί [[ναί]], όπως το [[οὐχί]] αντί <i>οὐ</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ναίχῐ:''' επίρρ. αντί [[ναί]], όπως το [[οὐχί]] αντί <i>οὐ</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναίχῐ:''' (intens. = [[ναί]]) да-да, да, конечно, еще бы, Soph., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.9), Adv., for ναί,
A like οὐχί for οὐ, μήχι for μή, S.OT684, Pl.Hipparch.232a, Men.Sam.81, Call.Epigr. 30.5.
Greek (Liddell-Scott)
ναίχῐ: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ναί, ὡς τὸ οὐχὶ ἀντὶ τοῦ οὐ, Σοφ. Ο. Τ. 682, Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. - Οὐχὶ ναιχί, Ἐτυμολ. Μέγ. σ. 638, 50, Εὐστ. 107. 25.
French (Bailly abrégé)
adv.
oui certes.
Étymologie: ναί, -χι.
Greek Monolingual
ναίχι (Α)
επιτ. τ. του ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναί + -χι (πρβλ. μη-χί, ου-χί].
Greek Monotonic
ναίχῐ: επίρρ. αντί ναί, όπως το οὐχί αντί οὐ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ναίχῐ: (intens. = ναί) да-да, да, конечно, еще бы, Soph., Plat., Plut.