πολύκλωνος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κλωνος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύκλωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλούς κλώνους, [[πολλά]] κλαδιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και [[επίσης]] ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με [[ανοσία]] ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων<br /><b>2.</b> (για [[καλώδιο]]) αυτός που έχει [[πολλά]] σύρματα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύκλωνον</i><br />[[ονομασία]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀρτεμισία]] [[πολύκλωνος]]»<br /><b>βοτ.</b> η [[αμβροσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῶνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κλωνος</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύκλωνος:''' (много)ветвистый, широко разветвленный (τὰ φυτά Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with many branches, Thphr.HP6.2.6 (Comp.), Dsc.3.33; ἀρτεμισία π., = ἀμβροσία 4, Ps.-Dsc.3.113: neut. π., τό, name of a plant, Gp.12.1.2.
German (Pape)
[Seite 664] mit vielen Schößlingen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλωνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλῶνας, κλωνάρια, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8 (κ. ἀλλ. -κλονος), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων που έχουν ληφθεί με ανοσία ενός ζώου και αντιπροσωπεύουν τα προϊόντα διαφόρων κλώνων κυττάρων
2. (για καλώδιο) αυτός που έχει πολλά σύρματα
μσν.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύκλωνον
ονομασία φυτού
αρχ.
φρ. «ἀρτεμισία πολύκλωνος»
βοτ. η αμβροσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλωνος (< κλῶνος), πρβλ. μονό-κλωνος].
Russian (Dvoretsky)
πολύκλωνος: (много)ветвистый, широко разветвленный (τὰ φυτά Arst.).