ὠχριάω: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠχριάω:''' = [[ὠχράω]], [[γίνομαι]] [[ωχρός]], σε Αριστοφ., Αριστ. | |lsmtext='''ὠχριάω:''' = [[ὠχράω]], [[γίνομαι]] [[ωχρός]], σε Αριστοφ., Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠχριάω:''' становиться изжелта-бледным, бледнеть или быть бледным (διὰ τὸ φοβηθῆναι Arst.): οἱ ὠχριῶντες Arph., Plut. бледнолицые люди. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ὠχράω, to be pallid, Ar.Nu.103, Ra.307, Com.Adesp.342; ὠχριηκώς Hp.Ep.17; ὠχριήσας Babr.92.8; opp. ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Arist.Cat.9b31, EN1128b14; of wine, Plu.2.692e.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχριάω: ὠχράω, γίνομαι ἢ φαίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ὠχριάσω, ao. ὠχρίησα, pf. ὠχρίακα;
devenir ou être jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.
Greek Monotonic
ὠχριάω: = ὠχράω, γίνομαι ωχρός, σε Αριστοφ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὠχριάω: становиться изжелта-бледным, бледнеть или быть бледным (διὰ τὸ φοβηθῆναι Arst.): οἱ ὠχριῶντες Arph., Plut. бледнолицые люди.