θυσανωτός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῠσᾰνωτός:''' -ή, -όν (όπως από το <i>θυσανόω</i>), = [[θυσανόεις]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''θῠσᾰνωτός:''' -ή, -όν (όπως από το <i>θυσανόω</i>), = [[θυσανόεις]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνωτός:''' украшенный или отделанный бахромой ([[κιθών]], [[αἰγέη]] Her.).
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσανωτός Medium diacritics: θυσανωτός Low diacritics: θυσανωτός Capitals: ΘΥΣΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: thysanōtós Transliteration B: thysanōtos Transliteration C: thysanotos Beta Code: qusanwto/s

English (LSJ)

ή, όν,= θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189;

   A ἔνδυμα J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni de franges, d’une bordure.
Étymologie: θύσανος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.

Greek Monotonic

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).