διάνημα: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάνημα]], το (Α) [[διανέω]]<br /><b>1.</b> η [[κλώση]], το [[κλώσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[κλωστή]], το [[νήμα]].
|mltxt=[[διάνημα]], το (Α) [[διανέω]]<br /><b>1.</b> η [[κλώση]], το [[κλώσιμο]]<br /><b>2.</b> η [[κλωστή]], το [[νήμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''διάνημα:''' ατος τό [[νέω]] III] нити, пряжа Plat.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνημα Medium diacritics: διάνημα Low diacritics: διάνημα Capitals: ΔΙΑΝΗΜΑ
Transliteration A: diánēma Transliteration B: dianēma Transliteration C: dianima Beta Code: dia/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.

Greek (Liddell-Scott)

διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.

Spanish (DGE)

-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.

Greek Monolingual

διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.

Russian (Dvoretsky)

διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.