κότυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κότυλος]], ὁ (Α)<br />[[ποτήρι]], [[κύπελλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[κοτύλη]]. | |mltxt=[[κότυλος]], ὁ (Α)<br />[[ποτήρι]], [[κύπελλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[κοτύλη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κότυλος:''' ὁ чаша, кубок Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = κοτύλη, Hom.Epigr.14.3, Alc.139 (nisi potius Alc.Com.), Ar.Fr.71, Pl.Com.46.9, IG22.1541.14, cf. Ath.11.478b, 482b.
German (Pape)
[Seite 1495] ὁ (vgl. κοτύλη), das Näpfchen, Schälchen, nach Ath. XI, 482 b κάλλιστα καὶ εὐποτώτατα ἐκπωμάτων, bei den Lacedämoniern; vgl. 478 b.
Greek (Liddell-Scott)
κότῠλος: ὁ, = κοτύλη, Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 53, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· καὶ ἕτερος κωμ. παρ’ Ἀθην. 478Β, πρβλ. 482Β.
Greek Monolingual
κότυλος, ὁ (Α)
ποτήρι, κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κοτύλη.
Russian (Dvoretsky)
κότυλος: ὁ чаша, кубок Hom.