φιλεργία: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλεργία:''' ἡ, [[αγάπη]] για δουλειά, [[εργατικότητα]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''φῐλεργία:''' ἡ, [[αγάπη]] για δουλειά, [[εργατικότητα]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλεργία:''' ἡ любовь к деятельности, трудолюбие, прилежание Xen., Dem., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A industry, X.Oec.20.26, D.36.5, Arist. Rh. 1361a8, OGI669.33 (Egypt, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, Arbeitsliebe, Liebe zur Arbeit, Emsigkeit bei der Arbeit; Xen. Oec. 20, 26; Dem. 36, 5; Plut. Rom. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεργία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν ἐργασίαν ἀγάπη, φιλοπονία, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 26, Δημ. 945. 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du travail.
Étymologie: φιλεργός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλεργός
αγάπη για εργασία, φιλοπονία.
Greek Monotonic
φῐλεργία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεργία: ἡ любовь к деятельности, трудолюбие, прилежание Xen., Dem., Arst., Plut.