σαγηνεύς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σᾰγηνεύς:''' -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ. | |lsmtext='''σᾰγηνεύς:''' -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σᾰγηνεύς:''' έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = [[σαγηνευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,= sq., D.S.9.3, AP7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu.Pomp.73; gen. sg. written
A σαγινέος MAMA3.411 (Corycus).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.
Greek Monotonic
σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σᾰγηνεύς: έως Plut., Anth. и σᾰγηνευτήρ, ῆρος ὁ Anth. = σαγηνευτής.