ὀρεσσιβάτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ὀρεσιβάτης]], αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ὁ, ποιητ. αντί [[ὀρεσιβάτης]], αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρεσσῐβάτης:''' ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = [[ὀρειβάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, poet. for Ορεσιβάτης,
A mountain-roaming, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Dor. gen.) S.OT 1100 (lyr.), cf. Ant.350 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, = ὀρειβάτης; Πάν, Soph. O. R. 1100; θήρ, Ant. 349; ταρσός, Agath. 92 (VII, 578).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρεσιβάτης, ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη περιφερόμενος, Πανὸς ὀρεσσιβάτα (Δωρικ. γεν.) Σοφ. Ο. Τ. 1100, πρβλ. Ἀντ. 350.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
c. ὀρειβάτης.
Greek Monolingual
ὀρεσσιβάτης, ὁ (Α)
βλ. ορειβάτης.
Greek Monotonic
ὀρεσσῐβάτης: ὁ, ποιητ. αντί ὀρεσιβάτης, αυτός που περιφέρεται στα βουνά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεσσῐβάτης: ου, дор. ᾱ (βᾰ) adj. m Soph., Anth. = ὀρειβάτης.