ὀρφάνευμα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρφάνευμα:''' [ᾰ], -ατος, τό, η [[κατάσταση]] του ορφανού, [[ορφάνια]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀρφάνευμα:''' [ᾰ], -ατος, τό, η [[κατάσταση]] του ορφανού, [[ορφάνια]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρφάνευμα:''' ατος (φᾰ) τό сиротство (τέκνων Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A orphan state, orphanhood, E.HF546.
German (Pape)
[Seite 388] τό, der Zustand des Verwais'tseins, Eur. Herc. Fur. 546.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφάνευμα: [ᾰ], τό, ἡ κατάστασις τοῦ ὀρφανοῦ, ὀρφανία, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 516.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
situation d’orphelin.
Étymologie: ὀρφανεύω.
Greek Monotonic
ὀρφάνευμα: [ᾰ], -ατος, τό, η κατάσταση του ορφανού, ορφάνια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρφάνευμα: ατος (φᾰ) τό сиротство (τέκνων Eur.).