κατειλύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατειλύω:''' обволакивать, окружать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): [[οὖρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλύω Medium diacritics: κατειλύω Low diacritics: κατειλύω Capitals: ΚΑΤΕΙΛΥΩ
Transliteration A: kateilýō Transliteration B: kateilyō Transliteration C: kateilyo Beta Code: kateilu/w

English (LSJ)

   A cover up, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318; ἐν βοείαις A.R.3.206; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8.

German (Pape)

[Seite 1394] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; ὄρος πέτριον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλύω: καλύπτω, κρύπτω, περιτυλίσσω, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.

French (Bailly abrégé)

envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.
Étymologie: κατά, εἰλύω.

Greek Monolingual

κατειλύω (Α)
περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλύω «περιτυλίγω»].

Greek Monotonic

κατειλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], καλύπτω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατειλύω: обволакивать, окружать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): οὖρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.