γλαύκωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[γλαύκωμα]])<br />[[πάθηση]] του οφθαλμού [[κατά]] την οποία ο [[κρυσταλλώδης]] [[φακός]] γίνεται [[αδιαφανής]], [[καταρράκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γλαυκούμαι</i> ή απευθείας <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]].
|mltxt=το (AM [[γλαύκωμα]])<br />[[πάθηση]] του οφθαλμού [[κατά]] την οποία ο [[κρυσταλλώδης]] [[φακός]] γίνεται [[αδιαφανής]], [[καταρράκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γλαυκούμαι</i> ή απευθείας <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλαύκωμα:''' ατος τό синее помутнение глаза Arst., впосл. глаукома.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαύκωμα Medium diacritics: γλαύκωμα Low diacritics: γλαύκωμα Capitals: ΓΛΑΥΚΩΜΑ
Transliteration A: glaúkōma Transliteration B: glaukōma Transliteration C: glaykoma Beta Code: glau/kwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A opacity of the crystalline lens, cataract, Arist.GA780a17; esp. of the supposedly incurable forms of this affection, opp. ὑπόχυμα, Ruf. ap. Orib.Syn.8.49, cf. Paul.Aeg.3.22, Gal.19.435.

Greek (Liddell-Scott)

γλαύκωμα: τό, ἐπισκότισις, ἀδιαφάνεια τοῦ κρυσταλλώδους φακοῦ, εἶδος καταρράκτου (ἐκ τῆς σκοτεινῆς ὑποφαίου λάμψεως, ἣν παρέχει ὁ οὕτω πάσχων ὀφθαλμός), Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 1, 28, πρβλ. Foës. Οἰκον. Ἱππ.· ἴδε λεύκωμα, ὑπόχυσις. ‒ γλαυκωματικός, ὁ πάσχων γλαύκωμα, μετγν.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I medic.
1 n. de diversas afecciones oculares del tipo de la catarata o glaucoma Arist.GA 780a15, 17, Ar.Byz.Epit.2.50, Ruf.Fr.61.2, Plin.HN 28.95, Gal.19.435, Claud.Herm.Mul.520, Phlp.in GA 219.14, 15, Not.Tir.91.83
esp. de las afecciones de este tipo de carácter incurable, por op. a ὑπόχυμα (q.u.), Ruf. en Orib.Syn.8.49, Hippiatr.11.1
cóm. Plaut.Mil.148.
2 trad. errónea de λεύκωμα mancha blanca en el ojo, Dsc.Lat.1.86, 2.9.
II fig. obcecación de la mente Prud.Ham.90.

Greek Monolingual

το (AM γλαύκωμα)
πάθηση του οφθαλμού κατά την οποία ο κρυσταλλώδης φακός γίνεται αδιαφανής, καταρράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκούμαι ή απευθείας < γλαυκός.

Russian (Dvoretsky)

γλαύκωμα: ατος τό синее помутнение глаза Arst., впосл. глаукома.