ἀχαριότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχᾰριότης''': -ητος, ἡ, [[ἔλλειψις]] χάριτος, [[εὐήθεια]], [[μωρία]], [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα). | |lstext='''ἀχᾰριότης''': -ητος, ἡ, [[ἔλλειψις]] χάριτος, [[εὐήθεια]], [[μωρία]], [[μετὰ]] λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχᾰριότης:''' ητος ἡ непривлекательность, нескладность, несуразность Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A awkwardness, stupidity, with a play on the name Χαριμόρτης, dub. in Plb.18.55.2.
German (Pape)
[Seite 417] ητος, ἡ, Ungeschicklichkeit, Dummheit, Pol. 18, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰριότης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις χάριτος, εὐήθεια, μωρία, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα).
Russian (Dvoretsky)
ἀχᾰριότης: ητος ἡ непривлекательность, нескладность, несуразность Polyb.