ὁμοτέρμων: Difference between revisions
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])]. | |mltxt=[[ὁμοτέρμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τα [[ίδια]] [[σύνορα]], αυτός που συνορεύει με άλλον, [[γειτονικός]] («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τέρμων]], -<i>ονος</i> «όριο, [[σύνορο]]» (<b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-[[τέρμων]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοτέρμων:''' 2, gen. ονος имеющий общую границу, пограничный, сопредельный Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A having the same borders, marching with another, μήτε γείτονος μήτε ὁ. Pl.Lg.842e, cf. D.H.1.9,26, al. ; ὁμοτέρμονα νῆσον Σικελίης Nic.Fr.5, cf. Scyl.22 ; τινι Ath.14. 625f.
German (Pape)
[Seite 340] ον, zusammengrenzend, Grenznachbar; μήτε οἰκείου πολίτου γείτονος, μήτε ὁμοτέρμονος, Plat. Legg. VIII, 842 e; Sp., wie D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοτέρμων: -ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ σύνορα, συνορεύων μετά τινος, ὅμορος, μήτε γείτονος μήτε ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 842Ε, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 9, 26. κτλ.· ὁμ. τινὸς Ποιητ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 419· τινὶ Ἀθήν. 625F.
Greek Monolingual
ὁμοτέρμων, -ον (Α)
αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, αυτός που συνορεύει με άλλον, γειτονικός («Ἰουδαίης ὁμοτέρμονα γαῑαν», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + τέρμων, -ονος «όριο, σύνορο» (πρβλ. κακο-τέρμων)].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοτέρμων: 2, gen. ονος имеющий общую границу, пограничный, сопредельный Plat.