ἀλάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλάλαγμα:''' -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀλάλαγμα:''' -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλάλαγμα:''' ατος τό Plut. = [[ἀλαλή]].
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλᾰλαγμα Medium diacritics: ἀλάλαγμα Low diacritics: αλάλαγμα Capitals: ΑΛΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: alálagma Transliteration B: alalagma Transliteration C: alalagma Beta Code: a)la/lagma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Call. Fr.310, Psalm.Solom.17.8, Plu.Mar.45.

German (Pape)

[Seite 88] τό, dasselbe, Callim. frg. 310; Plut. Lys. 45 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = τῷ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 310, Πλουτ. Μάρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἀλαλαγή.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
1 grito de guerra o de victoria θεῷ τ' ἀλάλαγμα νόμαιον δοῦναι Call.Fr.719, πυκνὸν ἀ. Plu.Mar.45, ἀ. δέ ἐστιν ἐπινίκιος ᾠδή Sch.S.Ant.133.
2 grito orgiástico χορείης ἀλάλαγμα Nonn.D.20.304.

Greek Monolingual

το (Α ἀλάλαγμα) ἀλαλάζω
κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή.

Greek Monotonic

ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάλαγμα: ατος τό Plut. = ἀλαλή.