προχόη: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προχόη:''' ἡ, = [[πρόχοος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''προχόη:''' ἡ, = [[πρόχοος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προχόη:''' ἡ кружка, сосуд (χρυσέη Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
(B), ἡ,
A = πρόχοος 1, A.R.1.456, AP6.292 (Hedyl.), Alciphr.3.47.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, = πρόχοος; poet. bei Suid.; Ap. Rh. 1, 456. S. auch προχύτης.
Greek (Liddell-Scott)
προχόη: ἡ, = πρόχοος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 456, Ἀνθολ. Π. 6. 292, Ἀλκίφρων 3. 47· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 399.
Greek Monolingual
ἡ, Α προχέω
η πρόχους («χρυσέην τήν δ' ἔθετο προχόην», Αλκίφρ).
Greek Monotonic
προχόη: ἡ, = πρόχοος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
προχόη: ἡ кружка, сосуд (χρυσέη Anth.).