συντελέθω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντελέθω:''' = [[συντελέω]] III, [[ανήκω]] σε, [[συνυπάρχω]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''συντελέθω:''' = [[συντελέω]] III, [[ανήκω]] σε, [[συνυπάρχω]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συντελέθω:''' быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελέθω Medium diacritics: συντελέθω Low diacritics: συντελέθω Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΘΩ
Transliteration A: synteléthō Transliteration B: syntelethō Transliteration C: synteletho Beta Code: suntele/qw

English (LSJ)

   A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.

English (Slater)

συντελέθω
   1 belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.

Greek Monotonic

συντελέθω: = συντελέω III, ανήκω σε, συνυπάρχω, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

συντελέθω: быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).