διεμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεμφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>, [[φανερώνω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''διεμφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>, [[φανερώνω]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεμφαίνω:''' просвечивать: ὀφθαλμοὶ τὸ γοργὸν διεμφαίνοντες Luc. глаза, мечущие огонь.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμφαίνω Medium diacritics: διεμφαίνω Low diacritics: διεμφαίνω Capitals: ΔΙΕΜΦΑΙΝΩ
Transliteration A: diemphaínō Transliteration B: diemphainō Transliteration C: diemfaino Beta Code: diemfai/nw

English (LSJ)

   A show through, ὀφθαλμοὶ . . γοργὸν δ. Luc.Alex.3 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 619] durchblicken lassen, ὀφθαλμοὶ γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες Luc. Alex. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διεμφαίνω: δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).

French (Bailly abrégé)

part. prés.
faire briller, jeter une lueur.
Étymologie: διά, ἐμφαίνω.

Spanish (DGE)

mostrar, manifestar a las claras ὀφθαλμοὶ πολὺ τὸ γοργὸν καὶ ἔνθεον Luc.Alex.3 (var.).

Greek Monolingual

διεμφαίνω (AM)
φανερώνω ανάμεσα από κάτι.

Greek Monotonic

διεμφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, φανερώνω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεμφαίνω: просвечивать: ὀφθαλμοὶ τὸ γοργὸν διεμφαίνοντες Luc. глаза, мечущие огонь.