θεογεννής: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεογεννής:''' -ές ([[γεννάω]]), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ. | |lsmtext='''θεογεννής:''' -ές ([[γεννάω]]), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεογεννής:''' рожденный богами, божественного происхождения (ξένα [[Φρυγία]], т. е. [[Νιόβη]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A begotten of a god, S. Ant.834 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1195] ές, göttliches Geschlechtes, Niobe, Soph. Ant. 834.
Greek (Liddell-Scott)
θεογεννής: -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
engendré par un dieu.
Étymologie: θεός, γεννάω.
Greek Monotonic
θεογεννής: -ές (γεννάω), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θεογεννής: рожденный богами, божественного происхождения (ξένα Φρυγία, т. е. Νιόβη Soph.).