θεογεννής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεογεννής:''' -ές ([[γεννάω]]), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.
|lsmtext='''θεογεννής:''' -ές ([[γεννάω]]), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεογεννής:''' рожденный богами, божественного происхождения (ξένα [[Φρυγία]], т. е. [[Νιόβη]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογεννής Medium diacritics: θεογεννής Low diacritics: θεογεννής Capitals: ΘΕΟΓΕΝΝΗΣ
Transliteration A: theogennḗs Transliteration B: theogennēs Transliteration C: theogennis Beta Code: qeogennh/s

English (LSJ)

ές,

   A begotten of a god, S. Ant.834 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1195] ές, göttliches Geschlechtes, Niobe, Soph. Ant. 834.

Greek (Liddell-Scott)

θεογεννής: -ές, γεγεννημένος ἐκ θεοῦ, θείου γένους ὤν, Νιόβη Σοφ. Ἀντ. 834.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
engendré par un dieu.
Étymologie: θεός, γεννάω.

Greek Monotonic

θεογεννής: -ές (γεννάω), αυτός που δημιουργήθηκε από θεό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεογεννής: рожденный богами, божественного происхождения (ξένα Φρυγία, т. е. Νιόβη Soph.).