εὐκατόρθωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («[[εὐκατόρθωτος]] ἡ [[πολιορκία]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-<i>ορθωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[ορθώ]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («[[εὐκατόρθωτος]] ἡ [[πολιορκία]]», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατ</i>-<i>ορθωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>-[[ορθώ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκατόρθωτος:''' легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατόρθωτος Medium diacritics: εὐκατόρθωτος Low diacritics: ευκατόρθωτος Capitals: ΕΥΚΑΤΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: eukatórthōtos Transliteration B: eukatorthōtos Transliteration C: efkatorthotos Beta Code: eu)kato/rqwtos

English (LSJ)

ον,

   A easily effected, πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. -τως Sch.A.R.1.246.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατόρθωτος: -ον, εὐχερῶς κατορθούμενος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 101. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 246.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτοςπολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατόρθωτος: легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.