κρᾶ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾶ:''' συντομ. αντί <i>κρᾶνος</i> (όπως το <i>δῶ</i> αντί [[δῶμα]]), σε Ανθ. | |lsmtext='''κρᾶ:''' συντομ. αντί <i>κρᾶνος</i> (όπως το <i>δῶ</i> αντί [[δῶμα]]), σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾶ:''' Anth. шутл. = [[κράνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
shortd. jestingly for κράνος (as δῶ for δῶμα), AP6.85 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1498] = κράνος, Pallad. 92 (VI, 85), zum Scherz gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾶ: συντετμημένον παιγνιωδῶς ἀντὶ κράνος (ὡς δῶ ἀντὶ δῶμα), Ἀνθ. Π. 6. 85.
Greek Monotonic
κρᾶ: συντομ. αντί κρᾶνος (όπως το δῶ αντί δῶμα), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾶ: Anth. шутл. = κράνος.