δυσαμερία: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσᾱμερία:''' Δωρ. αντί [[δυσημερία]].
|lsmtext='''δυσᾱμερία:''' Δωρ. αντί [[δυσημερία]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσᾱμερία:''' дор. = [[δυσημερία]].
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσᾱμερία Medium diacritics: δυσαμερία Low diacritics: δυσαμερία Capitals: ΔΥΣΑΜΕΡΙΑ
Transliteration A: dysamería Transliteration B: dysameria Transliteration C: dysameria Beta Code: dusameri/a

English (LSJ)

Dor. for δυσημ-.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δυσημερία.

Spanish (DGE)

v. δυσημερία.

Greek Monolingual

δυσαμερία, η (Α)
θλιβερή μέρα.

Greek Monotonic

δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.

Russian (Dvoretsky)

δυσᾱμερία: дор. = δυσημερία.