τριχοῦ: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐχοῦ:''' ([[τρίχα]]), επίρρ., σε [[τρία]] μέρη, σε [[τρεις]] τόπους, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''τρῐχοῦ:''' ([[τρίχα]]), επίρρ., σε [[τρία]] μέρη, σε [[τρεις]] τόπους, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχοῦ:''' adv. в трех местах Her.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχοῦ Medium diacritics: τριχοῦ Low diacritics: τριχού Capitals: ΤΡΙΧΟΥ
Transliteration A: trichoû Transliteration B: trichou Transliteration C: trichoy Beta Code: trixou=

English (LSJ)

Adv.

   A in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.

French (Bailly abrégé)

adv.
en trois endroits.
Étymologie: cf. τρίχα¹.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε τρεις τόπους ή σε τρεις θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τετρ-αχ-οῦ)].

Greek Monotonic

τρῐχοῦ: (τρίχα), επίρρ., σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχοῦ: adv. в трех местах Her.