συνόδους: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(40) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν [[μεταξύ]] τους όταν κλείνει το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού με πλατιά και [[πυκνά]] δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>όδους</i>)]. | |mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν [[μεταξύ]] τους όταν κλείνει το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού με πλατιά και [[πυκνά]] δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>όδους</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνόδους:''' όδοντος adj. со слитными зубами, сростнозубый (sc. ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A with teeth opposing, rather than notching into, one another, opp. καρχαρόδους (q.v.), τὰ συνόδοντα animals with such teeth, Arist.HA595a9. II Subst. συνόδοντες, οἱ (sg. ἡ, Numen. ap. Ath.7.322b), a kind of sea-bream, prob. Dentex vulgaris, Epich.69, Anaxandr.41.51 (anap.), Archestr.Fr.17, Opp.H.1.170: sg. nom. συνόδων Antiph.132.3 (anap.), Philox.2.15; but συνόδους Sch.Opp.H.3.186, Artem.2.14. Cf. σινόδους, συνώδοντα.
German (Pape)
[Seite 1028] οντος, ὁ, ἡ, mit zusammenhangenden, unter einander verbundenen Zähnen, die oben platt sind, wie die Backenzähne, Arist. H. A. 8, 2, Ggstz καρχαρόδους. – Als subst. ὁ, auch ἡ, eine Fischart, die solche Zähne hat, lat. dentex; auch σινόδους geschrieben, Ath. VII, 322 b; Artemid. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
συνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας συνεχεῖς, πυκνοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους συνημμένους, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καρχαρόδους (ὃ ἴδε), τὰ συνόδοντα, ζῷα ἔχοντα τοιούτους ὀδόντας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. συνόδοντες, οἱ (καὶ αἱ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 322Β), ἰχθύες ἔχοντες τοιούτους ὀδόντας, Λατ. dentices, Ἐπίχ. 47 Abr., Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 50, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἑνικ. ὀνομ. συνόδων ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφ. ἐν «Κύκλωπι» 1. 3, Φιλοξ. 2. 15. Πρβλ. σινόδους, συνώδοντα. ― Περὶ συνοδόντων ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 101, 102, κλπ.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
1. (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν μεταξύ τους όταν κλείνει το στόμα
2. ονομασία ψαριού με πλατιά και πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -όδους (< ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. προ-όδους)].
Russian (Dvoretsky)
συνόδους: όδοντος adj. со слитными зубами, сростнозубый (sc. ζῷα Arst.).