εὐπήληξ: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπήληξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη [[περικεφαλαία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐπήληξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη [[περικεφαλαία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπήληξ:''' ηκος adj. с красивым шлемом ([[Ἀθηναίη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπήληξ Medium diacritics: εὐπήληξ Low diacritics: ευπήληξ Capitals: ΕΥΠΗΛΗΞ
Transliteration A: eupḗlēx Transliteration B: eupēlēx Transliteration C: efpiliks Beta Code: eu)ph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ,

   A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.).    2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.

French (Bailly abrégé)

ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.

Greek Monolingual

εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].

Greek Monotonic

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη περικεφαλαία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπήληξ: ηκος adj. с красивым шлемом (Ἀθηναίη Anth.).