πολύσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(33)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσπερμος:''' дающий много семени, многосемянный Arst.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσπερμος Medium diacritics: πολύσπερμος Low diacritics: πολύσπερμος Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: polýspermos Transliteration B: polyspermos Transliteration C: polyspermos Beta Code: polu/spermos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in seed, Arist.GA 725b29, Thphr.HP6.7.4; πολύσπερμος, ἡ, a plant, Hippiatr.2, GP.17.5.5.    II abounding in seminal fluid, Gal.1.339.    2 prolific, Cat. Cod.Astr.1.166, Vett.Val.10.26.

German (Pape)

[Seite 673] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον σπέρμα, σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσπερμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό
3. μτφ. γόνιμος
4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό-σπερμος].

Russian (Dvoretsky)

πολύσπερμος: дающий много семени, многосемянный Arst.