δυσλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσλόγιστος:''' -ον ([[λογίζομαι]]), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
|lsmtext='''δυσλόγιστος:''' -ον ([[λογίζομαι]]), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσλόγιστος:''' <b class="num">1)</b> досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий ([[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неисчислимый, неопределимый ([[αἰτία]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσλόγιστος Medium diacritics: δυσλόγιστος Low diacritics: δυσλόγιστος Capitals: ΔΥΣΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyslógistos Transliteration B: dyslogistos Transliteration C: dyslogistos Beta Code: duslo/gistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15.    II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.

German (Pape)

[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.

Greek Monolingual

δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.

Greek Monotonic

δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσλόγιστος: 1) досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2) неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).