καταμονή: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμονή]], ἡ (Α) [[καταμένω]]<br /><b>1.</b> [[αναβολή]]<br /><b>2.</b> [[επιμονή]] και [[καρτερία]].
|mltxt=[[καταμονή]], ἡ (Α) [[καταμένω]]<br /><b>1.</b> [[αναβολή]]<br /><b>2.</b> [[επιμονή]] και [[καρτερία]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταμονή:''' ἡ выжидание, замедление, задержка Polyb.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμονή Medium diacritics: καταμονή Low diacritics: καταμονή Capitals: ΚΑΤΑΜΟΝΗ
Transliteration A: katamonḗ Transliteration B: katamonē Transliteration C: katamoni Beta Code: katamonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A a remaining, Plb.3.79.12, Ael.NA9.46, A.D.Synt. 310.19, Artem.5.70.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, das Verweilen, Zögern, Pol. 3, 79, 12.

Greek (Liddell-Scott)

καταμονή: τὸ καταμένειν, ἀναβολή, οὐκ ἐπιδεχομένου τοῦ καιροῦ καταμονὴν Πολύβ. 3. 79, 12· ἀλλὰ καὶ ἐπιμονὴ καὶ καρτερία.

Greek Monolingual

καταμονή, ἡ (Α) καταμένω
1. αναβολή
2. επιμονή και καρτερία.

Russian (Dvoretsky)

καταμονή: ἡ выжидание, замедление, задержка Polyb.