διφροφόρος: Difference between revisions
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διφροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], λέγεται για τις γυναίκες <i>μετοίκους</i>, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους <i>κανηφόρους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα <i>δίφρο</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''διφροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο [[κάθισμα]], λέγεται για τις γυναίκες <i>μετοίκους</i>, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους <i>κανηφόρους</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα <i>δίφρο</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφροφόρος:''' <b class="num">1)</b> ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. [[κανηφόρος]]) Arph.;<br /><b class="num">2)</b> ὁ дифрофор, носильщик (носилок) Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A carrying a camp-stool; esp. of the female μέτοικοι, who had to carry seats for the use of the κανηφόροι, Id.Ec. 734, Hermipp.26, Nicoph.16, Strattis 8; also ὁ βασιλέως δ. Dinon 18.
German (Pape)
[Seite 645] Stuhl-, Sänftenträger; Ath. XII, 514 b; Plut. glor. Ath. 6. – Bes. ἡ δ., die der κανηφόρος bei festlichen Aufzügen den Stuhl nachtragen mußte, Ar. Eccl. 734; vgl. Schol. Ar. Av. 1552.
Greek (Liddell-Scott)
διφροφόρος: -ον, φέρων δίφρον, ἕδραν, ἰδίως ἐπὶ τῶν γυναικῶν τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι δίφρους πρὸς χρῆσιν τῶν κανηφόρων (ἴδε τὸ προηγ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 734, Ἕρμιππ. Θεοῖς 2, Νικοφ. Χειρ. 3, Στράττις Ἀταλ. 4· ὡσαύτως, ὁ βασιλέως δ. Ἀθήν. 514Β. ΙΙ. ὁ φέρων ἕτερον ἐπὶ δίφρου, Πλούτ. Ἀντων. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte dans une litière.
Étymologie: δίφρος, φέρω.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
portadora del taburete esp. ref. a las que acompañaban a las canéforos, Ar.Ec.734, Hermipp.25, Stratt.7, Nicopho 7, cf. Plu.2.348e
•tb. ὁ δ. de los reyes persas, Dino 26.
Greek Monolingual
διφροφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μεταφέρει δίφρο, κάθισμα (για τις γυναίκες τών μετοίκων που μετέφεραν καθίσματα για τις κανηφόρες)
2. εκείνος που μεταφέρει άλλον καθισμένο σε δίφρο.
Greek Monotonic
διφροφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο κάθισμα, λέγεται για τις γυναίκες μετοίκους, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους κανηφόρους, σε Αριστοφ.
II. αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα δίφρο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διφροφόρος: 1) ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. κανηφόρος) Arph.;
2) ὁ дифрофор, носильщик (носилок) Plut.