παλινστομέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰλινστομέω:''' [[ξεστομίζω]] [[κακά]] προμαντεύματα, [[ανακοινώνω]] άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πᾰλινστομέω:''' [[ξεστομίζω]] [[κακά]] προμαντεύματα, [[ανακοινώνω]] άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλινστομέω:''' опять говорить или говорить наперекор, сулить недоброе Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A = δυσφημέω, speak words of ill omen, A.Th.258.
German (Pape)
[Seite 450] wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινστομέω: δυσφημέω, λέγω λόγους δυσοιώνους, Αἰσχύλ. Θήβ. 258.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler de nouveau.
Étymologie: πάλιν, στόμα.
Greek Monotonic
πᾰλινστομέω: ξεστομίζω κακά προμαντεύματα, ανακοινώνω άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλινστομέω: опять говорить или говорить наперекор, сулить недоброе Aesch.