ἐγκαταδέω: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκαταδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[σταθερά]] σε, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐγκαταδέω:''' μέλ. -[[δήσω]], [[δένω]] [[σταθερά]] σε, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκαταδέω:''' привязывать (sc. [[ἑαυτοῦ]] ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A bind fast in, τινί Pl.Phd.84a, Them. Or.23.297a (Pass.), Opp.H.3.201.
German (Pape)
[Seite 705] (s. δέω), an Etwas festbinden, τινί, Plat. Phaed. 84 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταδέω: μέλλ. -δήσω, δένω στερεῶς εἴς τι, τινι Πλάτ. Φαίδων. 84Α.
French (Bailly abrégé)
lier solidement dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταδέω.
Spanish (DGE)
atar fuertemente, encadenar fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.Phd.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.H.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.Or.23.297a.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐγκαταδέω: μέλ. -δήσω, δένω σταθερά σε, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταδέω: привязывать (sc. ἑαυτοῦ ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις Plat.).