παμμάχος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παμμάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· [[ιδίως]] = [[παγκρατιαστής]], [[έτοιμος]] για [[κάθε]] είδους [[αναμέτρηση]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
|lsmtext='''παμμάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· [[ιδίως]] = [[παγκρατιαστής]], [[έτοιμος]] για [[κάθε]] είδους [[αναμέτρηση]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παμμάχος:''' или πάμμᾰχος<br /><b class="num">1)</b> готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым ([[θράσος]] Aesch.): [[κομιδῇ]] π. Plat. абсолютно всесторонний боец;<br /><b class="num">2)</b> ожесточенный ([[ἀγών]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.

Greek Monotonic

παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

παμμάχος: или πάμμᾰχος
1) готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым (θράσος Aesch.): κομιδῇ π. Plat. абсолютно всесторонний боец;
2) ожесточенный (ἀγών Plut.).