τειχύδριον: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τειχύδριον:''' τό, υποκορ. του [[τεῖχος]], σε Ξεν. | |lsmtext='''τειχύδριον:''' τό, υποκορ. του [[τεῖχος]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τειχύδριον:''' τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.
Greek (Liddell-Scott)
τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρό τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
τειχύδριον: τό, υποκορ. του τεῖχος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τειχύδριον: τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.