συμπεριγράφω: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(39) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[περιγράφω]]<br /><b>1.</b> [[περιγράφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους. | |mltxt=Α [[περιγράφω]]<br /><b>1.</b> [[περιγράφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπεριγράφω:''' (ᾰ) совместно описывать, одновременно определять (τοῖς ἄλλοις ἑαυτόν Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A circumscribe or cancel together with, τοῖς ἄλλοις ἑαυτήν S.E.P.1.14, cf. Plot.6.5.11.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich umschreiben, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριγράφω: περιγράφω ἢ ἐξαλείφω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ.
Greek Monolingual
Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριγράφω: (ᾰ) совместно описывать, одновременно определять (τοῖς ἄλλοις ἑαυτόν Sext.).