συμπεριγράφω: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιγράφω]]<br /><b>1.</b> [[περιγράφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
|mltxt=Α [[περιγράφω]]<br /><b>1.</b> [[περιγράφω]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[διαγράφω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριγράφω:''' (ᾰ) совместно описывать, одновременно определять (τοῖς ἄλλοις ἑαυτόν Sext.).
}}
}}

Revision as of 09:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριγράφω Medium diacritics: συμπεριγράφω Low diacritics: συμπεριγράφω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: symperigráphō Transliteration B: symperigraphō Transliteration C: symperigrafo Beta Code: sumperigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A circumscribe or cancel together with, τοῖς ἄλλοις ἑαυτήν S.E.P.1.14, cf. Plot.6.5.11.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich umschreiben, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριγράφω: περιγράφωἐξαλείφω ὁμοῦ μετά τινος, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 14, Κλήμ. Ἀλ. 927, κτλ.

Greek Monolingual

Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.

Greek Monolingual

Α περιγράφω
1. περιγράφω συγχρόνως
2. διαγράφω κάτι μαζί με άλλους.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριγράφω: (ᾰ) совместно описывать, одновременно определять (τοῖς ἄλλοις ἑαυτόν Sext.).