δορισθενής: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορισθενής:''' -ές ([[σθένος]]), [[ισχυρός]] στο [[δόρυ]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''δορισθενής:''' -ές ([[σθένος]]), [[ισχυρός]] στο [[δόρυ]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορισθενής:''' Anth. = [[δορυσθενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:14, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A mighty with the spear, A.Ch.158 (δορυσθενής cod. Med., as in h.Hom.8.3); βασιλῆες AP9.475.
Greek (Liddell-Scott)
δορισθενής: -ές, ἰσχυρὸς κατὰ τὸ δόρυ, Αἰσχύλ. Χο. 158 (δορυσθενὴς ἐν τῷ Μεδ. χφῳ, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 3), Ἀνθ. Π. 9. 475.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
puissant par la lance.
Étymologie: δόρυ, σθένος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): δορυ- h.Mart.3
poderoso con la lanza, fuerte en la guerra epít. de Ares h.Mart.l.c., ἀνήρ A.Ch.160, βασιλῆες IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), AP 9.475, cf. Antim.118.3 (cj.).
Greek Monolingual
δορισθενής και δορυσθενής, -ές (Α)
ισχυρός, δυνατός στο δόρυ.
Greek Monotonic
δορισθενής: -ές (σθένος), ισχυρός στο δόρυ, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δορισθενής: Anth. = δορυσθενής.