ἐξαρνητικός: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαρνητικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] ή [[ικανός]] στην [[άρνηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐξαρνητικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] ή [[ικανός]] στην [[άρνηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαρνητικός:''' склонный отрицать (ἐ. κάντιλογικός Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A apt at denying, Ar.Nu. 1172.
German (Pape)
[Seite 872] ή, όν, zum Leugnen geschickt, geneigt, Ar. Nubb. 1172.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαρνῆται, νῦν μέν γ’ ἰδεῖν εἶ πρῶτον ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 1172.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à nier.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de pers. capaz de negar, experto en rechazar, cóm. negador εἶ πρῶτον ἐ. κἀντιλογικός de entrada eres un negador (de las deudas ante los acreedores) y un contradictor Ar.Nu.1172, en controversias y refutaciones ἐ. τε καὶ καταφατικός τε ἦν κἀμφοτέρωθεν ἀντιλογικός Numen.27.
Greek Monolingual
ἐξαρνητικός, -ή, -όν (Α) εξάρνησις
αυτός που του αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ' ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐξαρνητικός: -ή, -όν, επιδέξιος ή ικανός στην άρνηση, αρνητικός, αποφατικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαρνητικός: склонный отрицать (ἐ. κάντιλογικός Arph.).