Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παιδοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παιδοβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει [[παιδιά]], <i>μόχθοι</i>, <i>παιδοβόροι</i>, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''παιδοβόρος:''' -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει [[παιδιά]], <i>μόχθοι</i>, <i>παιδοβόροι</i>, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''παιδοβόρος:''' пожирающий детей: παιδοβόροι μόχθοι (sc. Θυέστου) Aesch. муки Тиеста, которого накормили мясом собственных детей.
}}
}}

Revision as of 09:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοβόρος Medium diacritics: παιδοβόρος Low diacritics: παιδοβόρος Capitals: ΠΑΙΔΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: paidobóros Transliteration B: paidoboros Transliteration C: paidovoros Beta Code: paidobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A child-eating, μόχθοι π., of Thyestes, A.Ch.1068 (anap., Aurat. for παιδόμοροι), cf. Nonn.D.21.120.

German (Pape)

[Seite 440] Kinder verzehrend, Aesch. Ch. 1064, nach Staul. Em. für παιδόμορος, vom Thyestes; Nonn. D. 21, 120.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβόρος: -ον, ὁ τοὺς παῖδας βιβρώσκων, μόχθοι π., ἐπὶ τοῦ Θυέστου, Αἰσχύλ. Χο. 1068 (κατὰ τὸν Aurat. ἀντὶ παιδομόροι), Νόνν. Δ. 21. 120· πρβλ κουροβόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les enfants.
Étymologie: παῖς, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

παιδοβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].

Greek Monotonic

παιδοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει παιδιά, μόχθοι, παιδοβόροι, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παιδοβόρος: пожирающий детей: παιδοβόροι μόχθοι (sc. Θυέστου) Aesch. муки Тиеста, которого накормили мясом собственных детей.